- πενηντάρικο
- τοχαρτονόμισμα 50 ευρώ ή βάρος 50 κιλών κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Dracma griega moderna — † Ελληνική δραχμή en Idioma griego … Wikipedia Español
πενηντάδραχμο — το νόμισμα αξίας πενήντα δραχμών, το πενηντάρικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενήντα + δραχμή] … Dictionary of Greek
πενηντάρικος — η, ο [πενηντάρι] 1. αυτός που έχει αξία πενήντα δραχμών ή λεπτών 2. το ουδ. ως ουσ. το πενηντάρικο νόμισμα αξίας πενήντα δραχμών … Dictionary of Greek
πεντηκοντάδραχμος — η, ο / πεντηκοντάδραχμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει αξία ίση με πενήντα δραχμές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντηκοντάδραχμο χάρτινο ή μεταλλικό νόμισμα αξίας πενήντα δραχμών, το πενηντάρικο αρχ. το ουδ. ως ουσ. χρυσό νόμισμα ονομαστικής αξίας πενήντα … Dictionary of Greek
αχάλαστος — η, ο 1. αυτός που δεν καταστράφηκε: Ο σεισμός δεν άφησε τίποτε αχάλαστο. 2. αυτός που δεν τον σκότωσαν: Οι Τούρκοι λίγους άφησαν αχάλαστους. 3. αυτός που δεν ανταλλάχτηκε με μικρότερα νομίσματα ίσης συνολικά αξίας: Είχε ένα πενηντάρικο αχάλαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιανά — τα τα κέρματα, τα ψιλά: Έχεις ένα πενηντάρικο λιανά; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρέστος — η, ο (λ. ιταλ.), υπόλοιπος: Τρεις μονάχα υποψήφιοι πέτυχαν, οι ρέστοι απότυχαν. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ρέστα υπόλοιπο χρηματικού ποσού: Δώσεμου τα ρέστα από ένα πενηντάρικο. Φρ., «ζητά (ή θέλει) και ρέστα», παρουσιάζεται ως απαιτητής (ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)